ἐπηρεφής -ές (Α)1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.)2. σκεπαστός, θολωτός3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)].