επιβίωση

Greek Monolingual

η
1. παράταση, διατήρηση της ζωής μετά από κάποιο γεγονός
2. διατήρηση στη ζωή παρά τις μεγάλες δυσχέρειες
3. το φαινόμενο κατά το οποίο εκδηλώσεις παλιότερου πολιτισμού διατηρούνται σε περισσότερο εξελιγμένες βαθμίδες μολονότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που τίς προκάλεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίωσις μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].