επιβραδύνω

Greek Monolingual

(AM ἐπιβραδύνω)
καθιστώ κάτι βραδύτερο, ελαττώνω την ταχύτητα στην κίνηση ή στον ρυθμό
αρχ.
χρονοτριβώ, αργοπορώ.