αργοπορώ

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

(Μ ἀργοπορῶ, -έω)
βαδίζω αργά, βραδυπορώ, καθυστερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αργοπόρος, κατά το σχήμα βραδυπόρος > βραδυπορώ].