επιγάστριος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιγάστριος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, στο επιγάστριο («επιγάστριες φλέβες και αρτηρίες» — οι φλέβες τών κοιλιακών τοιχωμάτων)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιγάστριο(ν)
το μέρος του σώματος από τον θώρακα ώς το εφηβαίο και κυρίως το τμήμα πάνω από τον ομφαλό
αρχ.
αυτός που ασχολείται μόνο με τη γαστέρα του, που κοιτάει μόνο την κοιλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γάστρ-ιος < γαστήρ, γαστρ-ός].