ἐπιθεάζω (Α)1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος»)2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε-άζω (< θεός)].