Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιθειάζω

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345

Greek Monolingual

ἐπιθειάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)
2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)
3. εμπνέω
4. προφητεύω
5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)
6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού
7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. του επιθειάζω].