επιθεωρητής

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που επιθεωρεί
2. ανώτερος υπάλληλος που ελέγχει την καλή λειτουργία μιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας («επιθεωρητής εργασίας, στρατού, εκπαιδεύσεως» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθεωρώ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].