ἐπικεράννυμι (Α)ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].