(AM ἐπικροτῶ, -έω)
επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾶς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.)
αρχ.-μσν.
χειροκροτώ
αρχ.
1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα»)
2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο»).