το (Α ἐπιμίσθιος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιοπρόσθετη αμοιβή επί πλέον του κανονικού μισθούαρχ.ο μισθωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός.