επιμεταλλώνω

Greek Monolingual

καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στον λόγιο τ. επιμεταλλώ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].