επιμόρφωση

Greek Monolingual

η (Μ ἐπιμόρφωσις)
νεοελλ.
η περαιτέρω μόρφωση, η συμπλήρωση και προαγωγή της μόρφωσης
μσν.
απομίμηση με σκοπό να παραπλανήσει.