επιπληκτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπληκτικός, -ή, -όν) επιπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο»)
αρχ.
αυτός που του αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος.
επίρρ...
επιπληκτικώς και -ά
με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με λόγια που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.