επιποιμήν

Greek Monolingual

ἐπιποιμήν, ὁ, ἡ (Α) ποιμήν
επόπτης τών ποιμένων, αρχιβοσκός («θεοὶ δ’ ἐπιποιμένες εἰσίν», Ομ. Οδ.).