ἐπιποιμήν
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ένος, ὁ, ἡ, = ποιμήν, chief shepherd, θεαὶ δ' ἐπιποιμένες εἰσί Od.12.131.
German (Pape)
[Seite 971] ένος, ὁ, der Hirt darüber, = simplex, Od. 12, 131 im fem.
French (Bailly abrégé)
ένος (ἡ) :
bergère.
Étymologie: ἐπί, ποιμήν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιποιμήν: ένος ὁ и ἡ пастух, пастушка Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιποιμήν: -ένος, ὁ, ἡ, = ποιμήν, θεαὶ δ’ ἐπιποιμένες εἰσὶν Ὀδ. Μ. 131· πρβλ. ἐπιβουκόλος.
English (Autenrieth)
ένος: pl., fem., shepherdesses over, Od. 12.131†. Cf. ἐπιβουκόλος, ἐπιβώτωρ.
Greek Monolingual
ἐπιποιμήν, ὁ, ἡ (Α) ποιμήν
επόπτης τών ποιμένων, αρχιβοσκός («θεοὶ δ’ ἐπιποιμένες εἰσίν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιποιμήν: -ένος, ὁ, ἡ, αρχιτσοπάνης, σε Ομήρ. Οδ.