επισκίαση
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκίασις) επισκιάζω
η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι
αρχ.-μσν.
θεϊκή σκέπη και προστασία.
η (AM ἐπισκίασις) επισκιάζω
η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι
αρχ.-μσν.
θεϊκή σκέπη και προστασία.