ἐπισκίασις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 979] ἡ, = ἐπισκιασμός, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκίᾰσις: -εως, ἡ, = ἐπισκιασμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 282. Γρηγ. Νύσσ. Ἀντιρρ. 27, σ. 189, Χρον. Πασχ. σ. 374. 7, Μεθόδ. σ. 405, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 17.
[Seite 979] ἡ, = ἐπισκιασμός, K. S.
ἐπισκίᾰσις: -εως, ἡ, = ἐπισκιασμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 282. Γρηγ. Νύσσ. Ἀντιρρ. 27, σ. 189, Χρον. Πασχ. σ. 374. 7, Μεθόδ. σ. 405, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 17.