επιτελειώ

Greek Monolingual

ἐπιτελειῶ, -όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω)
μσν.
κατορθώνω
αρχ.
συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ].