συμπληρώνω
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι του λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.
γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.)
2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον», Γαλ.)
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς κάτι («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῖ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. εκπληρώνω, πραγματοποιώ
3. φρ. «συμπληρῶ ναῦς» — εξοπλίζω και επανδρώνω τα πλοία (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληρῶ].