(I)ἐπουρῶ, -έω (Α)ουρώ, κατουρώ κάποιον.(II)ἐπουρῶ, -όω (Α)ταξιδεύω με ούριο άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, -ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»].