ἐρίμυκος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)].