ερεβώδης

Greek Monolingual

-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.