ερεθιστικότητα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ερεθιστικού, η ικανότητα για ερεθισμό
2. η ιδιότητα κάποιου να ερεθίζεται, η προδιάθεση για ερεθισμό
3. φυσιολ. η ιδιότητα τών ζωντανών οργανισμών να αντιδρούν στις εξωτερικές επιδράσεις με κινήσεις μερών του σώματός τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ι. Ασάνη].