προδιάθεση
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
η / προδιάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ προδιατίθημι
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προδιαθέτω
2. φυσική κλίση, έμφυτη ικανότητα ενός ατόμου για κάτι («μουσική προδιάθεση»)
νεοελλ.
φυσική ή επίκτητη κατάσταση του οργανισμού που τον κάνει επιρρεπή σε σωματική ή ψυχική ασθένεια (α. «φυματική προδιάθεση» β. «εγκληματική προδιάθεση»)
αρχ.
προηγούμενη κατάσταση ή διάθεση.