ερεισματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό έρεισμα
αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» — το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές).
επίρρ...
ερεισματικώς
με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα.
-ή, -ό έρεισμα
αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» — το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές).
επίρρ...
ερεισματικώς
με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα.