ερημοσκόπος

Greek Monolingual

ἐρημοσκόπος, ὁ (Α)
1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο
2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους
τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σκοπός.