ερημόσπιτο

Greek Monolingual

το
1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι
2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σπίτι].