ερημιά
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία)
1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση του ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου
2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά
3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων»)
αρχ.-μσν.
(για τόπο) καταστροφή, λεηλασία, αφανισμός, ερήμωση
αρχ.
1. πολιτική απομόνωση, έλλειψη συμμάχων
2. απαλλαγή από κάποια συμφορά («ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὕρω;» — πώς να απαλλαγώ από τις συμφορές; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημ-ος + -ία. Ο τ. ερημιά < ερημία με συνίζηση του -ι- προ του τονισμένου φωνήεντος, ενώ ο τ. ερμιά < ερημιά, με σίγηση του ενδοσυμφωνικού -η -].