ερημιά

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία)
1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση του ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου
2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά
3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων»)
αρχ.-μσν.
(για τόπο) καταστροφή, λεηλασία, αφανισμός, ερήμωση
αρχ.
1. πολιτική απομόνωση, έλλειψη συμμάχων
2. απαλλαγή από κάποια συμφορά («ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὕρω;» — πώς να απαλλαγώ από τις συμφορές; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημ-ος + -ία. Ο τ. ερημιά < ερημία με συνίζηση του -ι- προ του τονισμένου φωνήεντος, ενώ ο τ. ερμιά < ερημιά, με σίγηση του ενδοσυμφωνικού -η -].