ἐρικλάγκτης, ὁ (Α)αυτός που ηχεί δυνατά, βαριά («ἐρικλάγκται γόον», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κλάγκτης (< κλάζω «φωνάζω δυνατά»)].