Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εριώπης
Greek Monolingual
ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α) αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ.< επιτ. μόριοερι- + -ωπης (<ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό πρβλ. ελίκωψ, μύωψ+ κατάλ. -ης)].