ερυθροχίτων
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που φέρει ερυθρό χιτώνα
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι ερυθροχίτωνες
προσωνυμία τών αξιωματικών και στρατιωτών που ανήκαν στο εθελοντικό σώμα του στρατηγού Γαριβάλδη λόγω του ερυθρού χιτωνίου της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χιτών. Η λ. ερυθροχίτωνες (ενν. στρατιώται) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].