Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερυθρόδερμος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει ερυθρό δέρμα 2.ως ουσ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών ερυθροδέρμων (ιθαγενών της Αμερικής). [ΕΤΥΜΟΛ.<ερυθρός+ -δερμος (<δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό σύγγραμμαΝέα Πανδώρα].