ερυσιβώδης

Greek Monolingual

-ες (AM ἐρυσιβώδης, -ες) ερυσίβη
1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη»)
2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» — για σκληρώτια του μήκυτα laviceps purpurea.