ἐρυσιβώδης
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἐρυσιβῶδες, affected with rust, ἄνθη, ὕλη, Arist.HA605b18, 626b23; liable to mildew, Thphr. HP 8.3.2; χῶραι Id.CP3.24.4.
German (Pape)
[Seite 1037] ες, mit Mehlthau bedeckt, Arist. H. A. 8, 17. 9, 40; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠσῑβώδης: пораженный медвяной росой (ὕλη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσιβώδης: -ες, πλήρης ἐρυσίβης, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3., 9. 40. 46, Θεόφρ.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐρυσιβώδης, -ες) ερυσίβη
1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη»)
2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» — για σκληρώτια του μήκυτα laviceps purpurea.