Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερωτιά
Greek Monolingual
η έρωτας 1.έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί της ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.) 2.ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.) 3.χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν»).