ερωτικογραμμένος

Greek Monolingual

ἐρωτικογραμμένος, -η, -ον (Μ)
ο γραμμένος με ερωτικό πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικά + γραμμένος, μτχ. παρακμ. του γράφω.