ερύθρωση

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα ορισμένων ατόμων να κοκκινίζουν πολύ εύκολα, ύστερα από επίδραση ψυχικών αιτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erythrosis). Η λ. στον λόγιο τ. ερύθρωσις μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].