Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εσοχή
Greek Monolingual
η 1. η κοιλότητα, η εισοχή 2.πληθ.οι εσοχές σκαλοπάτια επικλινούς εδάφους στα οποία υψώνεται τοίχος. [ΕΤΥΜΟΛ.< αρχ. εισοχή (<εισέχω). Στη Νέα Ελληνική η λ. εσοχή απέδωσε τον γαλλ. όρο retire].