εισέχω

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

εἰσέχω (Α)
1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ
2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα»)
3. είμαι κοίλος
4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον
(στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό.