εστεμμένος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φοράει στέμμα, βασιλικό διάδημα
2. το αρσ. ως ουσ. ο εστεμμένος
ο βασιλιάς
3. αυτός που βραβεύθηκε με στεφάνι, ο στεφανωμένος, ο βραβευμένος («εστεμμένος αθλητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. παθ. παρακμ. του ρ. στέφω.