ετεροφώτιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. ετερόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωτιστος (< φωτίζω) πρβλ. α-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].