ετνηρός

Greek Monolingual

ἐτνηρός, -ά, -όν (Α) έτνος
αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.).