έτνος

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].