Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευάερος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάερος, -ον) (για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ.<ευ+ -αερος (<αήρ, -ος), (πρβλ. δυσάερος, ενάερος)].