Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευάν
Greek Monolingual
εὐάν (Α) ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα εὐαί, εὐοί, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῖ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευοί].