εὐαστής, -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) ευάζω1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» — ο Βάκχοςβ) «εὐαστὴς θρίαμβος» — ο μικρός θρίαμβος, ο εύας.