(ΑΜ εὐγενίζω) ευγενήςκαθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζωμσν.(η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, -η, -ον1. (για καταγωγή) ευγενικός2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους.