-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)αρχ.-μσν.δίκαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-jω), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].