ευκολύνω

Greek Monolingual

εύκολος
1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω
3. μέσ. ευκολύνομαι
έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω»).