εύκολος1. καθιστώ κάτι εύκολο2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω3. μέσ. ευκολύνομαιέχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω»).